τιμή

τιμή
τῑμ-ή, , (τίω, v. ad fin.).
I worship, esteem, honour, and in pl. honours, such as are accorded to gods or to superiors, or bestowed (whether by gods or men) as a reward for services,

τιμῆς ἔμμοροί εἰσι Od.8.480

;

ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ Il.1.510

;

ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ 17.251

;

ἐν δὲ ἰῇ τ. ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλός 9.319

, cf. 4.410;

ἐν τ. σέβειν A.Pers.166

(troch.);

ἐν τ. ἄγεσθαί τινας Hdt.1.134

; ἐν τ. τίθεσθαι or ἄγειν τινά, Id.3.3, Pl.R.538e;

ἐν τιμαῖς ἔχειν Philem.199

;

τιμαῖς αὐξήσας τινάς X.Cyr.8.8.24

; τιμὴν νεῖμαι, ἀπονέμειν τινί, S.Ph.1062, Pl.Lg.837c; τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν pay due regard, S.Aj.1351; τιμὰς ὤπασας, πορών, A.Pr.30,946;

διδόναι E.Hipp.1424

, etc.;

ἀποδοῦναι Pl.R.415c

;

τὸ πρᾶγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει E.Hipp.329

;

τινὶ τιμὰς προσάπτειν S.El.356

;

ἀφύων τιμὴν περιάψας Ar.Ach.640

(anap.); τ. εὑρίσκεσθαι, δέκεσθαι, Pi.P.1.48, 8.5;

τιμὴν παρ' ἀνθρώποις φέρεσθαι Ar.Av.1278

;

τιμὰς ἔχειν Hdt.2.46

, etc.;

πρός τινος Id.1.120

;

ἐν μεγάλῃτιμῇ εἶναι X.An.2.5.38

; τιμῆς λαχεῖν, τυχεῖν, S.Ant.699, El.364 (v.l.); οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται paid to them by the young, X.Mem.2.1.33: c. gen., χωρὶς ἡ τ. θεῶν the honour due to them, A.Ag.637, cf. Ch. 200;

τιμὰς τὰς θεῶν πατεῖν S.Ant.745

;

τιμαὶ δαιμόνων E.Hipp.107

: τιμῇ with honour, honourably, S.OC381 codd.; τιμῆς ἕνεκα as a mark of honour, X.An.7.3.28;

τιμῇ προέξουσ' S.Ant.208

.
2 honour, dignity, lordship, as the attribute of gods or kings, Il.1.278, 9.498, etc.;

θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς Od.5.335

;

τ. βασιληΐς Il.6.193

, cf. Hes.Th.393, Pi.P.4.108, A.Eu.228 (pl.);

Περσονόμος τ. μεγάλη Id.Pers.919

(anap.); δίθρονος . . καὶ δίσκηπτρος τ. Id.Ag.44 (anap.): generally, like γέρας, prerogative or special attribute of a king, and in pl. his prerogatives, Od.1.117, Hes.Th.203, Thgn.374, S.OT909 (lyr.), etc.; βασιλικαὶ τ. imperial prerogatives, Hdn.7.10.5;

σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.Pr.172

(anap.).
3 a dignity, office, magistracy, and in pl., civic honours (

τιμὰς λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1281a31

), Hdt.1.59, etc.; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τ. Pl.Ap. 35b, cf. Ti.20a, etc.;

μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ μηδὲ τὰς τ. διώκειν Th.2.63

;

τιμὴν ἔχειν X.Cyr.1.3.8

, etc.;

τὴν τιμὴν εἴληχε Pl.Phlb. 61c

; οἱ ἐν τιμαῖς men in office, E.IA19 (anap.), cf. Isoc.9.81;

ἐκβαλῶ σε ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9

; τιμὰς ἴσχειν hold the office of τιμοῦχος (q.v.), Jahresh.12.136 (Erythrae, v/iv B.C.): generally, office, task,

ἄχαρις τιμή Hdt.7.36

:—also,
b a person in authority, an authority, κλῦτε δὲ Γᾶ (Ahrens for τὰ)

χθονίων τε τιμαί A.Ch.399

(lyr.); καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει yield to authorities, S.Aj. 670.
4 present of honour, compliment, offering, e.g. to the gods, Hes.Op.142, A.Pers.622; reward, present,

ἢ ἀργύριον ἢ τιμή Pl.R. 347a

; τιμαὶ καὶ δωρεαί ib.361c;

ὅσοι . . ἄλλην τινὰ δωρεὰν ἢ τ. ἔχουσιν παρὰ τῶν Λεβεδίων SIG344.22

(Teos, iv B.C.); τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς

φέρονται Pl.Phd.113e

.
5 ἡ Δάου τ. 'the worthy D.', Herod. 5.68.
II of things, worth, value, price, h.Cer.132, IG12.349.10, 15, al.; ἐξευρίσκοντες τιμῆς τὰ κάλλιστα at a price, Hdt.7.119;

τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Lys.22.12

;

πρίασθαι D.21.149

;

δεκαπλάσιον τῆς τ. ἀποτίνειν Pl.Lg.914c

; ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. ib.a; δύο εἰπεῖν τ. to name two prices, ib.917b; ἀξιοῦν τι τ. τινός ib.d;

περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Lys.22.15

; ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε πᾷ γενήσεται; Ar.Ach.895; ἑστηκυῖαι τ. fixed prices, PTeb.703.176 (iii B.C.); ὑπὲρ τιμῆς πυροῦ payment of money representing the value of wheat, Ostr.663 (ii A.D.), al.
2 valuation, estimate, for purposes of assessment,

τοῦ κλήρου Pl.Lg.744e

: generally,

ὁ πλοῦτος οἷον τιμή τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Arist.Rh.1391a1

.
III compensation, satisfaction, penalty,

τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ . . πρὸς Τρώων Il.1.159

, cf. 5.552; ἀποτινέμεν, τίνειν τιμήν τινι, pay or make it, 3.286,288;

τιμὴν ἄγειν Od.22.57

;

Πάτροκλον, ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκ' ἐνθάδε τιμῆς Il.17.92

, cf. Od.14.70,117; οὐ σὴ . . ἡ τ. the penalty is not yours, Pl.Grg.497b. (The spelling [τῑ- not

τει- IG12.347.33

, etc.] and the majority of the senses show that τιμή is cogn. with τίω 'value, honour'; sense 111 perh. arose from a later association with τίνω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμῇ — τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — τῑμή , τιμή worship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμη — τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (doric) τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τί̱μη , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τιμέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… …   Dictionary of Greek

  • οριακή τιμή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά με την ίδια σημασία που χρησιμοποιείται η λέξη όριο. Βλ. λ. όριο …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”